- νενηφότως
- νενηφότως, Adv.A soberly, Thom.Mag.p.245 R.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νενηφότως — (Μ) επίρρ. νηφάλια, με νηφάλιο τρόπο, με σωφροσύνη, με σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. νενηφώς, νενηφότος τού ρ. νήφω] … Dictionary of Greek